- ιππομύρμηξ
- ἱππομύρμηξ, -ηκος, ὁ (Α)1. μεγάλο μυρμήγκι, αλογομύρμηγκας («ἐν Σικελίᾳ ίππομύρμηκες οὐκ εἰσίν», Αριστοτ.)2. στον πληθ. ἱππομύρμηκεςιππικό από μυρμήγκια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)-* + μύρμηξ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἱππομυρμήκων — ἱππομύρμηξ horse ant masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἱππομύρμηκες — ἱππομύρμηξ horse ant masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρμήγκι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 225 μ., 89 κάτ.) της Χίου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ιωνίας του νομού Χίου. * * * και μερμήγκι, το (ΑΜ μύρμηξ, ὁ, Α και δωρ. τ. μύρμαξ, ὁ, Μ και μυρμήγκι και μυρμήγκιν και μερμήγκι και μερμήγκιν και μερμήκιν και… … Dictionary of Greek